Δευτέρα, Ιουλίου 13, 2009

Ζητήματα εξωτερικής πολιτικής της
Ελλάδας με χώρες της Κεντρικής Ασίας

O Βουλευτής ΠΑΣΟΚ Ροδόπης Γιώργος Πεταλωτής, συμμετέχοντας στην Επιτροπή Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής, τοποθετήθηκε στη συνεδρίαση της Πέμπτης 9 Ιουλίου όπου συζητήθηκε το νομοσχέδιο του Υπουργείου Εξωτερικών σχετικά με την Κύρωση της Συμφωνίας εταιρικής σχέσης και συνεργασίας μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Δημοκρατίας του Τατζικιστάν.

Το πλήρες κείμενο της τοποθέτησης έχει ως εξής :

Συζήτηση στην Επιτροπή Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων για το νομοσχέδιο του Υπουργείου Εξωτερικών σχετικά με την Κύρωση της Συμφωνίας εταιρικής σχέσης και συνεργασίας μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Δημοκρατίας του Τατζικιστάν

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2009

Με αφορμή τη συζήτηση στην Επιτροπή Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων για το νομοσχέδιο του Υπουργείου Εξωτερικών σχετικά με την Κύρωση της Συμφωνίας εταιρικής σχέσης και συνεργασίας μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των Κρατών Μελών τους, αφενός, και της Δημοκρατίας του Τατζικιστάν, θα ήθελα να προχωρήσω σε κάποιες επισημάνσεις σχετικά με την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας με τις χώρες της Κεντρικής Ασίας γενικότερα.

Κατ’ αρχάς, πρέπει να αναφερθώ στον πλημμελή τρόπο με τον οποίο η Κυβέρνηση εισήγαγε αυτό νομοσχέδιο στην Επιτροπή. Δεδομένου ότι η Συμφωνία που συζητήσαμε έχει υπογραφεί από το 2004, και η Κυβέρνηση την έφερε προς κύρωση το 2009, θα έπρεπε τουλάχιστον στην αιτιολογική Έκθεση του νομοσχεδίου να μας δίνει κάποια στοιχεία για την κατάσταση στο Τατζικιστάν σήμερα, για το αν ισχύει η Ενδιάμεση συμφωνία για το εμπόριο και θέματα του εμπορίου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας του Τατζικιστάν που υπεγράφη το 2004, εάν λειτούργησε ποτέ και ποια ήταν και είναι τα αποτελέσματα αυτής.

Δυστυχώς, η αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου περιέχει μόνο μια περίληψη της επίμαχης Συμφωνίας, γεγονός που σαφέστατα δυσκολεύει την άσκηση των κοινοβουλευτικών μας καθηκόντων και αποκαλύπτει για μια ακόμη φορά πόσο επιφανειακά και με πόση προχειρότητα αντιμετωπίζει η Κυβέρνηση ζητήματα εξωτερικής πολιτικής.

Η Συμφωνίας εταιρικής σχέσης και συνεργασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το Τατζικιστάν υπεγράφη τον Οκτώβρη του 2004. Το Τατζικιστάν, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών, ήταν το τελευταίο από τα Νέα Ανεξάρτητα Κράτη της Κεντρικής Ασίας, που δημιουργήθηκαν μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, με το οποίο η Ε.Ε. υπέγραψε συμφωνία εταιρικής σχέσης και συνεργασίας. Ο εμφύλιος πόλεμος στο Τατζικιστάν που κράτησε από το 1992 έως το 1997 έθεσε σε κίνδυνο ακόμα και την κρατική υπόσταση της χώρας με αποτέλεσμα η χώρα να μείνει απομονωμένη για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Βασικό συμβατικό πλαίσιο που συνέδεε τις δύο πλευρές ήταν η Συμφωνία Εμπορίου και Συνεργασίας που είχε συναφθεί μεταξύ Ε.Ο.Κ. και Σοβιετική Ένωσης το 1989, την ισχύ της οποία απεδέχθη το Τατζικιστάν το 1994. Η Συμφωνία αυτή ίσχυε μόνο τυπικά έως την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση επανεξέτασε την πολιτική της απέναντι στις χώρες της Κεντρικής Ασίας. Από το 2001 και έπειτα η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε την έναρξη των διαδικασιών για την αναβάθμιση του συμβατικού πλαισίου συνεργασίας με το Τατζικιστάν με ενέργειες που κατέληξαν στην υπογραφή της Συμφωνίας εταιρικής σχέσης και συνεργασίας το 2004.

Σκοπός της Συμφωνίας αυτής είναι κατ΄αρχήν η στήριξη της Δημοκρατίας στο Τατζικιστάν, η ενίσχυση του πολιτικού διαλόγου των μερών, η ανάπτυξη της οικονομίας και των κοινωνικών υποδομών της χώρας και η προώθηση του εμπορίου και των επενδύσεων στους τομείς της ενέργειας και του ύδατος. Πέρα όμως από τις εμπορικές συναλλαγές η Ε.Ε. επιδιώκει συνεργασία και σε θέματα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πρόληψης παράνομων δραστηριοτήτων, ελέγχου της παράνομης μετανάστευσης, πάταξης της εμπορίας ναρκωτικών αλλά και καταπολέμηση της τρομοκρατίας.

Θα ήθελα αρχικά να κάνω κάποιες παρατηρήσεις σχετικά με την γεωπολιτική θέση του Τατζικιστάν σήμερα. Πρόκειται για ένα μουσουλμανικό κατά κύριο λόγο κράτος με ιρανικές καταβολές τόσο εθνικές, όσο και γλωσσικές και πολιτιστικές. Είναι δε το πιο απομονωμένο και υπανάπτυκτο κράτος από τις Νέες Ανεξάρτητες χώρες, με αποτέλεσμα να έχει λάβει από την Ε.Ε. τη μεγαλύτερη οικονομική (ανθρωπιστική- επισιτιστική) βοήθεια και τεχνικο-οικονομική βοήθεια μέσω του προγράμματος T.A.C.I.S. [Technical Assistance to the Commonwealth of Independent States]. Βέβαια, αυτού του είδους η βοήθεια δεν είναι επαρκής, ούτε καν ικανοποιητική.

Μετά το τέλος του πολέμου το 1997, το Τατζικιστάν βρίσκεται σε κατάσταση αβέβαιης πολιτικής σταθερότητας με έναν Πρόεδρο που έχει καταστείλει συστηματικά κάθε φωνή αντιπολίτευσης και έχει επιβάλει αυστηρά μέτρα λογοκρισίας στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αναφέρω ενδεικτικά κάποια συμπεράσματα από την Έκθεση του ΟΑΣΕ για τις εθνικές εκλογές του 2005, όπου επισημαίνεται ότι το Τατζικιστάν απέτυχε να διενεργήσει εκλογές σύμφωνα με τα πρότυπα του ΟΑΣΕ, καθώς εντοπίστηκε νοθεία στο εκλογικό αποτέλεσμα αλλά και πολλές άλλες παρατυπίες και αδιαφανείς διαδικασίες.

Επίσης, παρατηρούνται φαινόμενα θρησκευτικού φανατισμού, παραβίασης θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εκμετάλλευσης γυναικών και παιδιών που απασχολούνται στη γεωργία. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο από 2008 ψήφισμά του για την στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Κεντρική Ασία, αναφέρει ότι η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας απέχει πολύ από τα πρότυπα που έχει θεσπίσει ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ). Η έλλειψη κατάλληλου δικαιϊκού και δικαστικού συστήματος, η αχαλίνωτη διαφθορά, οι περιορισμοί που επιβάλλονται στα κόμματα της αντιπολίτευσης, η αδιάκριτη χρήση βίας είναι μόνο κάποια από τα προβλήματα που εντοπίζονται στο Τατζικιστάν.

Βαθιά πληγή όμως για τη χώρα αποτελεί το εμπόριο ναρκωτικών καθώς αποτελεί τη μεγαλύτερη δίοδο για τη διακίνηση ναρκωτικών προς την Ευρώπη και τη Ρωσία. Λόγω των κοινών συνόρων με το Αφγανιστάν, το οποίο είναι μία από τις χώρες με τη μεγαλύτερη παραγωγή ναρκωτικών ουσιών, το Τατζικιστάν είναι η χώρα από την οποία περνούν οι μεγαλύτερες ποσότητες ναρκωτικών στον κόσμο.

Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι το Τατζικιστάν δεν έχει πετρέλαιο και φυσικό αέριο και ότι το μόνο αγαθό που υπάρχει σε αφθονία είναι το νερό. Θα μπορούσε λοιπόν, υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις, το Τατζικιστάν να προσελκύσει ξένα επενδυτικά κεφάλαια μόνο για την ανάπτυξη οικολογικών προγραμμάτων υδροηλεκτρικής ενέργειας και να αποδεσμευθεί από την μονοκαλλιέργεια του βαμβακιού που απασχολεί σε μεγάλο βαθμό μικρά παιδιά. Για να γίνει όμως αυτό πρέπει να οργανωθεί η δημόσια διοίκηση, να αντιμετωπιστεί η διαφθορά και να ενισχυθεί το νομοθετικό και φορολογικό πλαίσιο. Αυτή τη βοήθεια επιχειρεί να προσφέρει η Ευρωπαϊκή Ένωση με τη παρούσα Συμφωνία. Το αν θα το επιτύχει, αυτό είναι άλλο ζήτημα.

Μετά το 2001 και το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου, το Τατζικιστάν απέκτησε και μια άλλη υπόσταση στη διεθνή διπλωματία, αυτή του ¨γείτονα¨ του Αφγανιστάν. Σε διεθνές επίπεδο γίνεται αποδεκτό ότι τα κράτη της Κεντρικής Ασίας μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στη μάχη κατά της τρομοκρατίας. Λαμβάνοντας βέβαια υπόψη ότι, σε μερικές περιπτώσεις, η καταπολέμηση της τρομοκρατίας χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για κατασταλτικές ενέργειες εναντίον κάθε ελεύθερης φωνής, εναντίον όσων στρέφονται κατά της κυβερνητικής πολιτικής ή κατά του ισχύοντος θρησκευτικού δόγματος, θα πρέπει να χρησιμοποιούμε αυτόν τον όρο προσεκτικά και με πολλές επιφυλάξεις. Σήμερα η χώρα βρίσκεται ανάμεσα σε Ρωσία και Αμερική αλλά πάντα με άξονα το Αφγανιστάν. Πρόσφατα μάλιστα (Φεβρουάριος 2009 ) επέτρεψε στο ΝΑΤΟ να χρησιμοποιεί το σιδηροδρομικό και οδικό του δίκτυο για τη μεταφορά εφοδίων από την Ευρώπη στο Αφγανιστάν.

Σε αυτό το πλαίσιο είναι σημαντικό να αναρωτηθούμε ποιος είναι ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελλάδας ειδικότερα στη Κεντρική Ασία. Θέλουμε να δίνουμε χρηματική βοήθεια και να παίρνουμε ως αντάλλαγμα ενέργεια; Ή η δική μας βοήθεια πρέπει να πάει πιο μακριά; Επιζητούμε πολιτική σταθερότητα των χωρών αυτών, ενδυνάμωση του δημοκρατικού τους πολιτεύματος, ουσιαστική ελευθερία για τους πολίτες, προστασία των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ασφάλεια, σεβασμό των μειονοτήτων, καταπολέμηση της παιδικής εργασίας, βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης για τους πολίτες. Και δευτερευόντως επιδιώκουμε την οικονομική συνεργασία, τις επενδύσεις και την ενεργειακή πολιτική. Και όλα τα παραπάνω όχι με ιμπεριαλιστική διάθεση και χωρίς τον οποιοδήποτε περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας της χώρας. Μόνο αν δούμε τη παρούσα Συμφωνία υπό αυτό το σκεπτικό, έχει κάποιο νόημα και όφελος για την αντισυμβαλλόμενη χώρα.

Αλλά πρέπει να αναρωτηθούμε ποια είναι η προοπτική της χώρας μας, ως αυτοδύναμη πρωτοβουλία, στη περιοχή της Κεντρικής Ασίας και πόσο σταθερές είναι οι σχέσεις μας με τις χώρες αυτές. Η ίδια η Υπουργός Εξωτερικών είχε παραδεχθεί τον Σεπτέμβριο του 2008 στα πλαίσια του «Forum ΕΕ-Κεντρικής Ασίας για θέματα Ασφάλειας» ότι ως χώρα « δεν έχουμε δουλέψει επαρκώς ως τώρα, και ότι για το 2009 οι σχέσεις της Ελλάδας με τις χώρες της Κεντρικής Ασίας θα είναι σε απόλυτη προτεραιότητα. Οφείλουμε να επενδύσουμε στις σχέσεις μας με χώρες, παραγωγούς ενέργειας, στις οποίες μάλιστα έχουμε μία πολύ μεγάλη και πολύ σημαντική ομογένεια, που αποτελεί τη βάση και τη γέφυρα της συνεργασίας μας μαζί τους", είχε δηλώσει τότε η κα. Υπουργός.

Με αφορμή της Προεδρίας της χώρας μας και μετά την άτυπη Σύνοδο του ΟΑΣΕ στην Κέρκυρα, ζήτησα από την Υπουργό να πληροφορηθούμε για την πορεία των σχέσεων της χώρας μας με τα κράτη της Κεντρικής Ασίας τόσο αυτόνομα, όσο και μέσα από τους θεσμούς και τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά και στα πλαίσια της συνάντησης του ΟΑΣΕ που πραγματοποιήθηκε στη Μπρατισλάβα στις 6 και 7 Ιουλίου, για την ενδυνάμωση της ενεργειακής ασφάλειας στη περιοχή του ΟΑΣΕ, ζητήσαμε ενημέρωση σχετικά με τα αποτελέσματα του συνεδρίου αυτού σε σχέση με τις χώρες της Κεντρικής Ασίας.

Θα ήθελα να αναφερθώ ενδεικτικά και σε κάποιες διατάξεις τις Συμφωνίας, την εφαρμοσιμότητα των οποίων , στο υφιστάμενο πλαίσιο που έχω περιγράψει, αμφισβητώ έντονα. Πρώτον, το θέμα της Συνεργασίας σε θέματα μετανάστευσης και παράνομης μετανάστευσης. Έννοιες όπως η αρχή της «μη επαναπροώθησης» αλλά και συμφωνία περί επανεισδοχής των παράνομων μεταναστών χρησιμοποιούνται αβίαστα αλλά όλως εσφαλμένα στο κείμενο της Συμφωνίας. Για την υποχρέωση επανεισδοχής αφενός υποτίθεται ότι πρέπει να υπογραφεί ειδική συμφωνία η οποία θα διέπει τις ειδικές υποχρεώσεις των μερών, αφετέρου η ίδια Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμα το τοπίο σχετικά με τους πρόσφυγες, το άσυλο και την παράνομη μετανάστευση. Αλλά και σε εθνικό επίπεδο, δεν έχει ξεκαθαριστεί ακόμα επί της ουσίας ποια είναι η θέση της χώρας μας.

Δεύτερον, η εμπορική συνεργασία των μερών προϋποθέτει πλήρες νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο από την πλευρά του Τατζικιστάν , σύμφωνα με τους – βασικούς- κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ). Το 2004, όταν υπεγράφη η Συμφωνία, το Τατζικιστάν θα μεριμνούσε ώστε να γίνει μέλος του Οργανισμού αυτού (ΠΟΕ), κάτι όμως που πέντε χρόνια μετά δεν έχει γίνει. Το Τατζικιστάν έχει κάνει αίτηση από τον Μάιο του 2001 για να γίνει μέλος αλλά ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία προσχώρησής του, γεγονός που σημαίνει ότι δεν πληροί τα κριτήρια που θέτει ο Οργανισμός. Ως εκ τούτου δεν μπορώ να φανταστώ πώς μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη και το Πρωτόκολλο περί αμοιβαίας Διοικητικής Συνδρομής σε Τελωνειακά ζητήματα. Πώς θα υλοποιηθεί δηλαδή αυτή η Συμφωνία.

Τέλος, θα ήθελα επίσης να σταθώ στη τύχη των υπόλοιπων συμφωνιών συνεργασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις χώρες της Κεντρικής Ασίας (Καζακστάν, Τουρκμενιστάν, Ουζμπεκιστάν, Κιργκιζιστάν), οι οποίες σκόπευαν να βοηθήσουν τις χώρες αυτές στην οικονομική ανάπτυξή τους. Δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι οι συμφωνίες αυτές επινοήθηκαν αποκλειστικά για να ρυθμίσουν τις σχέσεις με τα νέα ανεξάρτητα κράτη που προέκυψαν από την πρώην Σοβιετική Ένωση και βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στη μετάβαση από τη σοσιαλιστική οικονομία προς μία οικονομία ελεύθερης αγοράς αλλά και στη θέσπιση βασικών δημοκρατικών κανόνων (ελεύθερες εκλογές, σεβασμός ανθρωπίνων δικαιωμάτων ελευθερία λόγου κλπ.).

Δυστυχώς, όμως η κατάσταση στις χώρες όπου έχουν εφαρμοστεί αυτές οι συμφωνίες δεν είναι αυτή που θα περιμέναμε. Έχουν άλλωστε περάσει δέκα χρόνια από την ισχύ των συμφωνιών αυτών και θα περίμενε κανείς απτά θετικά αποτελέσματα. Τουναντίον, βλέπουμε σήμερα τον ενεργειακό πόλεμο που έχει ξεσπάσει στη περιοχή για την εκμετάλλευση του φυσικού αερίου από το Αζερμπαϊτζάν και το Τουρκμενιστάν. Ρωσία και ΗΠΑ αναμετρώνται για τον έλεγχο του πετρέλαιο και του φυσικού αερίου, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση παρακολουθεί τις εξελίξεις ως ουραγός και όχι ως πρωτοστάτης όπως θα έπρεπε (όπως για παράδειγμα ο Αγωγός Ναμπούκο που προωθούν οι Αμερικανοί και θα πληρώσουν οι Ευρωπαίοι πολίτες, και ο οποίος υποτίθεται ότι θα μεταφέρει φυσικό αέριο από το Αζερμπαϊτζάν μέσω Τουρκίας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας και Ουγγαρίας στην Αυστρία και αργότερα στην υπόλοιπη Κεντρική και Δυτική Ευρώπη. Σύμφωνα με μετρήσεις το φυσικό αέριο του Αζερμπαϊτζάν δεν θα μπορεί ούτε ύστερα από δέκα χρόνια να τροφοδοτήσει με πλήρη επάρκεια τον Ναμπούκο, αλλά καθώς τώρα οι Ρώσοι έχουν ουσιαστικά μπλοκάρει το μέγιστο μέρος των ποσοτήτων του φυσικού αερίου της Κ. Ασίας που είναι διαθέσιμο, κανένας Ευρωπαίος δεν θέλει να πληρώσει για να κατασκευαστεί ο Ναμπούκο, αφού όλοι τον θεωρούν άχρηστο ως μη οικονομικά βιώσιμο).

Η Ευρωπαϊκή Ένωση ακόμη και σήμερα κινείται αργά και διστακτικά σε σχέση με τις χώρες της Κεντρική Ασίας. Αναπτύσσει οικονομικές πρωτοβουλίες αλλά δεν τις ολοκληρώνει ποτέ ή τις ολοκληρώνει μετά από πολύχρονες διαπραγματεύσεις που τελικά δεν ωφελούν κανένα.

Αλλά και σε επίπεδο κοινωνικής πολιτικής δεν υπάρχουν θεαματικά αποτελέσματα, καθώς εντοπίζονται ακόμη και σήμερα κατάφωρες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, νοθείες εκλογών, κακοποιήσεις γυναικών και παράνομη παιδική εργασία. Και ας μην ξεχνάμε την πρόσφατη σφαγή το 2005 στο Αντιτζάν του Ουζμπεκιστάν. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με την Έκθεση για την στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Κεντρική Ασία το 2007 εξέφρασε τη λύπη του για την απουσία οιασδήποτε θετικής εξέλιξης σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα στο Ουζμπεκιστάν.

Η κατάσταση λοιπόν είναι κρίσιμη και σίγουρα δεν σώζεται ούτε με την παρούσα Συμφωνία εταιρική σχέσης που θα κυρώσει η χώρα μας με μεγάλη καθυστέρηση, ούτε με οποιαδήποτε άλλη τέτοιου είδους Συμφωνία.

Το αίτημα πάντως για στενότερη -επί της ουσίας και σε όλα τα επίπεδα- συνεργασία της χώρας με τα κράτη της Κεντρικής Ασίας είναι σήμερα επίκαιρο περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Είναι δε επιτακτική ανάγκη να χαράξουμε ως χώρα μια πορεία ουσιαστικής και στρατηγικής συνεργασίας με τα κράτη της Κεντρικής Ασίας, που θα καταλήξει σε διμερείς πολιτικές αλλά και εμπορικές συμφωνίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: